- θολερή
- θολερόςmuddyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπονέφελος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα 2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι νέφελος] … Dictionary of Greek